- βρυσούλα
- η небольшой ключ, родничок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρυσούλα — Ονομασία επτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 85 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Βάλτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τετραφυλίας. Παλαιότερα (έως το 1991) ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
βρυσούλα — η μικρή βρύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρυσό — το και βρυσί, το η βρυσούλα … Dictionary of Greek
κρηνίδιον — κρηνίδιον, τὸ (Α) βρυσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βαλαν ίδιον, γρα ΐδιον)] … Dictionary of Greek
πέπλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (64 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, η Βρυσούλα (...κάτ., υψόμ. 30 μ.), η Γεμιστή (...… … Dictionary of Greek
πηγίδιον — τὸ, Α [πηγή] μικρή πηγή, βρυσούλα … Dictionary of Greek